- τριακίδες
- οι, Νζωολ. οικογένεια σελάχιων ιχθύων, μικρών καρχαριών, με τυπικό το γένος τριάκις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τριάκις — (I) Α επίρρ. τρεις φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρεῖς* / τρῖς / τρία, κατά το τετράκις]. (II) ο, Ν ζωολ. γένος μικρόσωμων καρχαριών τής οικογένειας τριακίδες που απαντούν στις δυτικές ακτές τών ΗΠΑ … Dictionary of Greek